The Family [ Home ]















Send This Page to a Friend

 

 

Reader's Corner: Main Page

Στοχασμοί: Πώς βρήκε τον Τόμι

Από τον John Powell

Πριν από χρόνια θυμάμαι που στεκόμουν κοιτάζοντας τους φοιτητές που έμπαιναν ένας--ένας μέσα στην τάξη μου για το πρώτο μας μάθημα με θέμα Θεολογία της Πίστης.

Ήταν η πρώτη φορά που είδα τον Τόμι.

Κυριολεκτικά έμεινα άναυδος!

Χτένιζε τα μακριά, ανοιχτόξανθα μαλλιά του, που κρέμονταν δεκαπέντε εκατοστά κάτω από τους ώμους του. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα αγόρι με τόσο μακριά μαλλιά. Ήταν η εποχή που είχε αρχίσει να γίνεται της μόδας τότε. Γνώριζα μέσα μου πως δεν μετράει αυτό που έχεις πάνω στο κεφάλι σου αλλά αυτό που έχεις μέσα του, αλλά εκείνη τη μέρα ένοιωσα απροετοίμαστος και συναισθηματικά αναστατωμένος. Αμέσως κατάταξα τον Τόμι αλφαβητικά στο γράμμα ‘Π’ σαν κάτι το παράξενο- πολύ παράξενο.

Ο Τόμι αποδείχτηκε ένας «μόνιμος κάτοικος αθεΐας» στο μάθημα της Θεολογίας της Πίστης. Συνέχεια έφερνε αντιρρήσεις, μειδιούσε κοροϊδευτικά ή μουρμούριζε στο άκουσμα της πιθανότητας ύπαρξης ενός Θεού/Πατέρα με ανιδιοτελή αγάπη. Για ένα εξάμηνο υπήρξε σχετική ειρήνη μεταξύ μας, αν και παραδέχομαι πως ορισμένες φορές μου ήταν ένας πραγματικός πονοκέφαλος στα πίσω θρανία.

Όταν ήρθε στο τέλος του εξαμήνου για να μου δώσει τα τελευταία γραπτά των εξετάσεών του, με ρώτησε με ένα σαρκαστικό τόνο: Νομίζετε πως θα βρω ποτέ μου τον Θεό;
Αποφάσισα εκεί και τότε να χρησιμοποιήσω κάπως τη θεραπεία του σοκαρίσματος. ‘ «Όχι!» του είπα κατηγορηματικά.

«Γιατί όχι,» απάντησε αυτός. Νόμιζα πως αυτό ήταν το προϊόν που προωθούσατε.

Τον άφησα να προχωρήσει πέντε βήματα από την πόρτα της τάξης, και μετά του φώναξα, «Τόμι ! Δε νομίζω πως θα Τον βρεις εσύ ποτέ, αλλά είμαι απόλυτα σίγουρος πως θα σε βρει Εκείνος!» Σήκωσε κάπως αδιάφορα τους ώμους του και έφυγε από την τάξη μου και τη ζωή μου.

Ένιωσα λίγο απογοητευμένος με τη σκέψη πως δεν κατάλαβε το έξυπνο υπονοούμενό μου—«Θα σε βρει Εκείνος!» Τουλάχιστον νόμιζα πως ήταν έξυπνο.
Λίγο καιρό αργότερα άκουσα πως ο Τόμι αποφοίτησε.

Τότε άκουσα τα δυσάρεστα νέα. Ο Τόμι είχε καρκίνο στο τελευταίο στάδιο. Πριν μπορέσω εγώ να τον βρω, με επισκέφθηκε εκείνος πρώτος. Όταν μπήκε στο γραφείο μου, το σώμα του έδειχνε να έχει ταλαιπωρηθεί άσχημα και σχεδόν όλα τα μακριά του μαλλιά είχαν πέσει σαν αποτέλεσμα της χημειοθεραπείας. Όμως τα μάτια του ήταν γεμάτα φως και για πρώτη φορά η φωνή του ήταν σταθερή. «Τόμι, σε σκεφτόμουν συχνά. Άκουσα πως είσαι άρρωστος», μου ξέφυγε αθέλητα.

«Ω ναι, πολύ άρρωστος. Έχω καρκίνο και στους δύο πνεύμονες. Είναι θέμα εβδομάδων.»

«Θα ήθελες να μιλήσουμε για αυτό;» Τον ρώτησα.

«Βέβαια, τι θέλεις να μάθεις;» Απάντησε αυτός.

«Πώς είναι να είσαι μόνο είκοσι τέσσερα και να πεθαίνεις;»

«Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα.»

«Δηλαδή;»

«Όπως το να είσαι πενήντα και να μην έχεις ηθικές αξίες και ιδανικά- να είσαι πενήντα και να νομίζεις πως το ποτό, το να αποπλανείς γυναίκες και το να βγάζεις λεφτά είναι τα πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή».

Άρχισα να ψάχνω μέσα στο πνευματικό μου συρτάρι με τον φάκελο στο γράμμα ‘Π’ όπου είχα κατατάξει τον Τόμι σαν παράξενο. (Φαίνεται ότι όλους αυτούς που προσπαθώ να απορρίψω μέσω της ταξινόμησης, ο Θεός τους φέρνει στον δρόμο μου για να μου διδάξει κάτι.)

«Αλλά ο λόγος που ήρθα να σε δω,» είπε ο Τόμι , «είναι για κάτι που με είπες την τελευταία μέρα στη σχολή.»

Ώστε το θυμήθηκε!

Εκείνος συνέχισε, «Σε ρώτησα εάν πιστεύεις ότι θα βρω ποτέ τον Θεό και εσύ είπες, ’Όχι!’ Αυτό με ξάφνιασε. Και μετά είπες, ‘Θα σε βρει όμως Εκείνος.’ Το σκέφτηκα πολύ αυτό, αν και τότε δεν αναζητούσα τόσο πολύ τον Θεό.»

Η έξυπνη μου ατάκα μου. Το είχε σκεφτεί πολύ!

«Όταν οι γιατροί αφαίρεσαν τον όγκο από μέσα μου και είπαν πως ήταν κακοήθης, άρχισα να αναζητάω σοβαρά τον Θεό. Και όταν οι κακοήθεις όγκοι άρχισαν να εξαπλώνονται στα ζωτικά μου όργανα, άρχισα πραγματικά να χτυπάω με ματωμένες γροθιές πάνω στις μπρούντζινες πύλες του Παραδείσου. Αλλά ο Θεός δεν μου άνοιξε. Στην πραγματικότητα τίποτα δεν συνέβη. Έχει τύχει να δοκιμάσεις να προσπαθείς κάτι πάρα πολύ, για πολύ καιρό χωρίς καμιά επιτυχία; Κουράζεσαι ψυχολογικά, μπουχτίζεις με την προσπάθεια και έπειτα τα παρατάς. …

«Μετά, μια μέρα ξύπνησα και αντί να κάνω μερικές ακόμη μάταιες επικλήσεις σε έναν Θεό που ίσως υπάρχει ίσως και να μην υπάρχει, τα παράτησα. Αποφάσισα ότι δεν θα ενδιαφερόμουν πια για τον Θεό αλλά και ούτε και για μια μετά θάνατον ζωή. Αποφάσισα να περάσω το χρόνο που μου είχε απομείνει κάνοντας κάτι το ωφέλιμο. Σκέφτηκα εσένα και την τάξη σου και θυμήθηκα κάτι άλλο που είχες πει: ‘Το να περνάς τη ζωή σου χωρίς να αγαπάς είναι η αληθινή δυστυχία. Όμως παρόμοια δυστυχία θα ήταν να φύγεις από αυτόν τον κόσμο χωρίς να έχεις πει σε αυτούς που αγάπησες ότι τους έχεις αγαπήσει.’»

«Γι’ αυτό άρχισα με τον πιο δύσκολο, τον πατέρα μου. Διάβαζε την εφημερίδα όταν τον πλησίασα. ‘Μπαμπά;’»

«Ναι, τι;» μου απάντησε χωρίς να κατεβάσει την εφημερίδα.

«Μπαμπά, θέλω να σου μιλήσω.»

«Εντάξει, μίλα.»

«Θέλω να πω … είναι πολύ σημαντικό.»

Η εφημερίδα κατέβηκε μερικά εκατοστά. «Τι είναι;»

«Μπαμπά, σε αγαπώ, απλώς ήθελα να το ξέρεις.» Ο Τόμι χαμογελούσε και μιλούσε με μεγάλη ικανοποίηση, σαν να ένοιωθε μια εσωτερική ζεστασιά χαράς να αναβλύζει από μέσα του. « Η εφημερίδα έπεσε στο πάτωμα. Στην συνέχεια ο πατέρας μου έκανε δύο πράγματα που δεν θυμάμαι να τα έχει ξανακάνει. Έκλαψε και με αγκάλιασε. Μιλούσαμε όλη νύχτα αν και έπρεπε να πάει στη δουλειά του την επόμενη μέρα. Αισθανόμουν τόσο όμορφα κοντά στον πατέρα μου, να βλέπω τα δάκρυά του, να νοιώθω το αγκάλιασμά του, να τον ακούω να μου λέει ότι με αγαπάει.

«Τα πράγματα ήταν πιο εύκολα με την μητέρα μου και τον αδελφό μου. Έκλαψαν και αυτοί μαζί μου, αγκαλιαστήκαμε και αρχίσαμε να λέμε όμορφα πράγματα ο ένας για τον άλλον. Μοιραστήκαμε πράγματα που τα κρατούσαμε μυστικά για πολλά χρόνια.

«Λυπόμουνα μόνο για ένα πράγμα — που είχα καθυστερήσει τόσο πολύ καιρό. Τώρα μόλις είχα αρχίσει να ανοίγομαι σε όλους τους ανθρώπους που ήταν ήδη οι πιο κοντινοί μου.

«Και τότε μια μέρα όταν γύρισα το κεφάλι μου, ο Θεός βρισκόταν δίπλα μου. Δεν ήρθε όταν Τον παρακάλεσα. Υποθέτω πως ήμουν σαν ένας εκπαιδευτής ζώων, που κρατούσε μια στεφάνη, ‘Έλα, πήδα μέσα. Θα σου δώσω τρείς μέρες, τρεις εβδομάδες.’ Προφανώς ο Θεός κάνει τα πράγματα με το δικό Του τρόπο και στη δική Του στιγμή. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι ήρθε κοντά μου. Ήρθε να με βρει αφότου εγώ σταμάτησα να Τον αναζητάω.»

«Τόμι,» του είπα με κομμένη την ανάσα, «Νομίζω ότι λες κάτι πολύ σημαντικό και πολύ πιο γενικό απ’ ότι καταλαβαίνεις εσύ ο ίδιος αυτή τη στιγμή. Για μένα, τουλάχιστον, λες ότι ο πιο σίγουρος τρόπος να βρεις τον Θεό είναι να μην Τον αναζητάς σαν έναν προσωπικό σου απόκτημα, σαν μια λύση για τα προβλήματά σου, ή ένα μέσο παρηγοριάς για μια δύσκολη στιγμή, αλλά αντιθέτως για να Τον ανακαλύψεις πρέπει να ανοιχτείς μέσα από την αγάπη. Ξέρεις, αυτό είπε και ο απόστολος Ιωάννης. Είπε: ‘Θεός είναι αγάπη, και όποιος ζει με αγάπη ζει με τον Θεό και ο Θεός ζει μέσα του.’ Τόμι, μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη; Το ξέρεις πως όταν σε είχα στην τάξη ήσουν μεγάλος μπελάς. Αλλά αυτό μπορείς να μου το ξεπληρώσεις τώρα. Θα ήθελες να έρθεις στο φετινό μου μάθημα Θεολογίας της Πίστης για να πεις στους μαθητές μου αυτά που μόλις μου είπες; Εάν τους έλεγα την ιστορία σου εγώ δεν θα ήταν τόσο αποτελεσματικό όσο εάν τους την έλεγες εσύ.»

«Μπορεί να ήμουν έτοιμος να τα πω σε εσένα, όμως δεν ξέρω εάν είμαι έτοιμος να τα πω και στην τάξη σου.»

«Τόμι, σκέψου το. Όταν το αποφασίσεις και είσαι έτοιμος πάρε με τηλέφωνο.»

Μερικές μέρες αργότερα ο Τόμι μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι ήταν έτοιμος να έρθει στο μάθημά μου, και ότι ήθελε να το κάνει για τον Θεό και για μένα. Ορίσαμε κάποια ημερομηνία, όμως ποτέ δεν ήρθε. Είχε ένα ραντεβού, πολύ πιο σημαντικό από μένα και το μάθημά μου. Φυσικά, η ζωή του δεν τελείωσε με το θάνατό του, απλώς άλλαξε. Έκανε το μεγάλο βήμα από την πίστη στην όραση. Βρήκε μια ζωή πολύ πιο όμορφη που δεν έχουν δει τα μάτια του ανθρώπου, που δεν έχουν ακούσει τα αυτιά του και που δεν έχει ονειρευτεί ο νους του. Πριν πεθάνει μιλήσαμε για μια τελευταία φορά.

Δεν θα τα καταφέρω να έρθω στο μάθημά σου,» είπε.

«Καταλαβαίνω, Τόμι.»

Θα τους τα πεις για μένα; Θα…τα πεις σε όλο τον κόσμο για μένα;»

«Θα το κάνω, Τόμι. Θα τους τα πω. Θα κάνω ό,τι μπορώ.»

Λοιπόν, σε όλους εσάς που είχατε την ευγενή καλοσύνη να διαβάσετε αυτή την απλή ιστορία για την αγάπη του Θεού, σας ευχαριστώ για το χρόνο σας. Και σε σένα Τόμι που είσαι, κάπου στους ηλιοφώτιστους, καταπράσινους λόφους του Παραδείσου, θέλω να σου πω πως τους τα είπα όσο πιο καλύτερα μπορούσα.

Θέματα: ο Θεός, η αγάπη, ο Ουρανός

Στοχασμοί © 2006 The Family International

Ο Αιδεσιμ. John Powell είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Loyola.

[ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ]

All brand names and trademarks are owned by their respective companies.

Κάνετε εγγραφή για να παίρνετε τους στοχασμούς με email


Στείλε αυτή τη σελίδα σ' έναν  φίλο σου

 

Το όνομά σου

 

Το email σου

 

Το όνομα του φίλου σου

 

Το email του φίλου σου

 

Το μήνυμά σου (προαιρετικά)

 

 

Εισάγετε τον Κωδικό >