Ήταν την εβδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, το 1969,
στην Tegucigalpa (Τεγκουσιγκάλπα), στην Ονδούρα, στη
τοποθέτηση του συζύγου μου στο Υπουργείο Εξωτερικών των
Η.Π. Ήταν μία πολυάσχολη εβδομάδα και όλοι ήταν
απασχολημένοι με δραστηριότητες του σχολείου, της
εκκλησίας ή του κλαμπ, καθώς και με τις προετοιμασίες
για τον οικογενειακό γιορτασμό στο σπίτι.
Η Ένωση Γυναικών της
Κυβέρνησης των Η.Π. είχε σχεδιάσει το ετήσιό μας
φιλανθρωπικό γεγονός, ένα χριστουγεννιάτικο πάρτι στο
Γηροκομείο. Σαν γραμματέας της USGWA (United States
Goverment Women Assosiation), είχα τη δουλειά του να
καλέσω όλα τα μέλη για να τους ζητήσω να ψήσουν κέικ
και να έρθουν να μας βοηθήσουν να ψυχαγωγήσουμε τους
ασθενείς. Αυτό που συνέβαινε πιο συχνά, όταν
επικοινωνούσα μ' ένα μέλος στο τηλέφωνο ήταν ότι θα
έλεγε, "Θα χαιρόμουνα να ψήσω ένα κέικ, όμως δε νομίζω
ότι θα μπορέσω να έρθω στο πάρτι." Και όταν ήρθε η ώρα
που έκανα το τελευταίο τηλεφώνημα, ένας μικρός κόμπος
αποστροφής είχε σχηματιστεί στο στομάχι μου. "Αυτό είναι
υπέροχο!" Σκέφτηκα, μεγαλώνοντας την αποστροφή μου
ενάντια σ' όλους εκείνους που είχαν αρνηθεί. "Πού είναι
η αίσθηση του καθήκοντος και η φιλανθρωπία; πάρτι που θα
είναι! Οχτώ γυναίκες, από μία πιθανότητα τριανταπέντε,
είχαν πει ότι θα είναι εκεί για να βοηθήσουν με το
σερβίρισμα σχεδόν διακοσίων ασθενών!"
Η γκριμάτσα αποστροφής
ήταν ακόμη στο πρόσωπό μου την ημέρα του πάρτι, όταν
έφτασα στο Γηροκομείο για να κάνω το μέρος μου. Η
Γκλάντυς, η πρόεδρος της USGWA, ήταν ήδη πίσω από ένα
μακρύ τραπέζι όπου διανέμονταν τα κέικ. Η σύζυγος του
πρέσβη ανακάτευε το πάντς και έκοβε τα κέικ. Η χούφτα
των γυναικών που εμφανίστηκε για να βοηθήσει όλες ήταν
απασχολημένες με τη διακόσμηση, το φτιάξιμο των
καρεκλών και με το να κάνουν παράξενες δουλειές
αναγκαίες για να βάλουν το πάρτι σε κίνηση.
"Είναι πραγματικά
ντροπή," Παραπονέθηκα στην Γκλάντυς. "Εύχομαι να ήταν
περισσότερες γυναίκες εδώ για να βοηθήσουν. Με τι θέλεις
να αρχίσω;" Το ζεστό χαμόγελο της Γκλάντυς σχεδόν
έλειωσε την πίκρα μου, όμως όχι αρκετά, καθώς μου ζήτησε
να κουβαλήσω τα κέικ στους ασθενείς που δεν μπορούσαν να
αφήσουν τα δωμάτιά τους. "Εντάξει," Απάντησα, αρπάζοντας
ένα δίσκο, "Καλύτερα να αρχίσω. Θα μου πάρει μία
αιωνιότητα να τους σερβίρω όλους!"
Η μουσική άρχισε καθώς
κάποιος οδηγούσε τους ασθενείς να μαζευτούν στο
πλακόστρωτο τραγουδώντας χριστουγεννιάτικα τραγούδια,
όμως εγώ δεν είχα καιρό για να τους ακούσω.
Πάνω κάτω έτρεχα,
κέικ και πάντς, και σχεδόν ούτε που κοιτούσα τους
ασθενείς στους οποίους μοίραζα το φαγητό, μία μικρή
σακούλα με γλυκά και ένα δώρο στον κάθε ασθενή στον
Οίκο. Τα πόδια μου πονούσαν από το να τρέχω πάνω στις
σκάλες, καθώς πήγαινα από την μια πτέρυγα στην άλλη, και
η αποστροφή μου μέσα μεγάλωνε μαζί με κάθε βήμα.
Σε μια από τις
διαδρομές μου, καθώς έφτασα στην κορυφή από τις
σκάλες, μια γηραιά κυρία μ' ένα σχισμένο φόρεμα μ' ένα
ξεθωριασμένο σχέδιο άπλωσε το χέρι της δειλά και άγγιξε
το δικό μου. "Με συγχωρείτε, Δεσποινίς," ψιθύρισε.
"Μήπως θα μπορούσατε να αλλάξετε το δώρο μου, σας
παρακαλώ;"
Ενοχλημένη, γύρισα
προς αυτήν. "Να αλλάξω το δώρο σας; Τι στραβό έχει;
Πήρατε κάτι που είναι για άντρα;"
"Όχι...όχι," τραύλισε.
"Βλέπετε, πήρα μαργαριτάρια, και τα μαργαριτάρια
σημαίνουν δάκρυα. Δε θέλω άλλα δάκρυα."
Τι ανόητη
δεισιδαιμονία, σκέφτηκα! Και θα σκεφτόσουν ότι θα
εκτιμούσαν ότι και να 'έπαιρναν. "Λυπάμαι," είπα
απότομα. "Είμαι πολύ απασχολημένη τώρα. Ίσως αργότερα."
Και αμέσως έφυγα για να ξαναγεμίσω το δίσκο, ξεχνώντας
αυτόματα τη γριά γυναίκα.
Μ' ένα δίσκο γεμάτο με
κέικ, πήγα βιαστικά στην πτέρυγα των γυναικών στον πρώτο
όροφο. Ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου Α-14, ακούμπησα
με την πλάτη μου σπρώχνοντάς της για να ανοίξει, γυρνώντας
όταν ήμουν μέσα στο δωμάτιο. Με την πρώτη μου ματιά στο
εσωτερικό εκείνου του δωματίου δέχτηκα ένα σοκ που έκανε το
δίσκο να άρχισε να τρέμει στα χέρια μου. Εκεί μέσα στο
μελαγχολικό, γκριζόμαυρο δωμάτιο, πάνω σε ένα κρεβάτι με
γκρι σεντόνια, ντυμένη με μία ξεχειλωμένη νυχτικιά από
μουσελίνα, ήταν ξαπλωμένη η μητέρα μου! Η μαμά; Δεν ήταν
δυνατόν! Η μαμά μου είχε πεθάνει, και ακόμα κι αν ήταν
ζωντανή, ποτέ δε θα ήταν σε ένα τέτοιο μέρος. Αυτό ήταν ένα
σπίτι για τους άστεγους, τους ερημωμένους, τους ηλικιωμένους
άρρωστους ανθρώπους χωρίς αγαπημένους για να τους
φροντίσουν.
Όχι, τα μάτια μου με
ξεγελούσανε. Τα έκλεισα σφιχτά και τίναξα το κεφάλι μου.
Όταν τα άνοιξα ξανά, η αδύνατη γριά γυναίκα πάνω στο
κρεβάτι ήρθε καθαρά σε εστιασμό. Δεν ήταν καθόλου η μητέρα
μου, αλλά μία γκριζομάλλα γυναίκα με μπλε μάτια που
ούτε καν της έμοιαζε της μητέρας μου. Τι με είχε πιάσει να
σκέφτομαι ότι εκείνη η δύστυχη ψυχή ήταν η ίδια η μητέρα
μου; Όχι, ήταν κάποιου άλλου, όχι η δικιά μου η μητέρα. Τότε
γιατί δεν αισθάνθηκα ανακούφιση; Ο πόνος φούσκωνε μέσα μου,
υψώνοντας ένα τεράστιο λυγμό μέσα στο λαιμό μου.
Χωρίς μία λέξη βγήκα έξω
από την πόρτα μόλις προλαβαίνοντας πριν τα δάκρυά μου
αρχίσουν να πλημμυρίζουν τα μάγουλά μου μέσα στο σκοτεινό
διάδρομο. Γρήγορα γύρισα στο τραπέζι με τα κέικ όπου η
Γκλάντυς δούλευε χαρούμενα. Θα πρέπει να φαινόμουν τόσο
αξιοθρήνητη όσο αισθανόμουν, επειδή η έκφρασή της άλλαξε σε μία έκφραση
ανησυχίας.
"Γιατί, Μπέτυ, τι
συμβαίνει;" ρώτησε, βάζοντας ένα χέρι στην πλάτη μου.
"Η ... μητέρα μου,"
κλαψούρισα. "Απλώς είδα τη μητέρα μου μέσα εκεί! Δε- δε-δε
μπορώ να το κάνω αυτό άλλο πια."
"Απλώς είσαι κουρασμένη,
γλυκιά μου," είπε η Γκλάντυς. "Κάνε ένα διάλειμμα." Οι άλλοι
κοντά στο τραπέζι γύρισαν για να κοιτάξουν προς την
κατεύθυνσή μου. Άρπαξα μία χαρτοπετσέτα από το τραπέζι και
έτρεξα μακριά από τα πρόσωπα που με χάζευαν για να είμαι
μόνη.
Προχώρησα προς το
σκοτεινό πλατύσκαλο στις σκάλες που οδηγούσαν στην πτέρυγα
των αντρών και βούλιαξα κάτω σε μία γωνία, συνεχίζοντας το
κλάμα μου. "Θεέ μου," προσευχήθηκα, "τι πάει στραβά με μένα;
Πάω να χάσω το μυαλό μου;" Σχεδόν αμέσως ήρθε η απάντηση,
όχι με ακουστά λόγια, αλλά μέσα στις σκέψεις που
στροβιλιζότανε μέσα στο κεφάλι μου: "Και αν διανείμω τα
υπάρχοντά μου για να θρέψω του φτωχούς ... και δεν έχω
αγάπη, δε με ωφελεί σε τίποτα." (Α' Κορινθίους 13:3)
Αντιλήφθηκα ότι αυτό το
μήνυμα ήταν σίγουρα για μένα. Σήμερα είχα ψήσει κέικ,
περπάτησα μίλια, κουβάλησα φαγητό, και για τι όλα αυτά;
Ποιόν είχα υπηρετήσει; Για ποιόν είχα νοιαστεί, ή για ποιο
ζήτημα, ποιόν είχα ενοχληθεί να κοιτάξω; Ήταν όλοι απρόσωποι
άνθρωποι που δε σήμαιναν τίποτα για μένα μέχρι που είδα
κάποιον που αγαπούσα σ' ένα πρόσωπο που υπέφερε. Έπειτα
έγιναν πραγματικοί. "Συγνώμη, Θεέ μου," ψιθύρισα. "Τα έκανα
όλα λάθος. Πρέπει να αρχίσω ξανά από την αρχή."
Παίρνοντας μία βαθιά
αναπνοή και σκουπίζοντας τα μάτια μου, γύρισα στο τραπέζι με
τα κέικ. Η Γκλάντυς κοίταξε επάνω από τη δουλειά της καθώς
πλησίαζα. "Έκανες αρκετά για σήμερα, Μπέτυ," είπε. "Γιατί δε
πας στο σπίτι σου. Εμείς θα τα καταφέρουμε."
"Ω, μη με διώχνεις τώρα,"
απάντησα. "Μόλις που αρχίζω." Ήμουν έτοιμη να φύγω μαζί μ'
ένα ακόμη δίσκο, όταν η σκέψη με χτύπησε. "Γκλάντυς, έχεις
ακόμα ένα γυναικείο δώρο; Πρέπει να κάνω μία ανταλλαγή." Η
Γκλάντυς μου έδωσε ένα μικρό κουτί που περιείχε μία μικρή
καρφίτσα με το σχήμα μιας καρδιάς με φανταχτερά κόκκινα
πετράδια. "Σ' ευχαριστώ, αυτό θα είναι τέλειο." της είπα,
παίρνοντας το κουτί και τρέχοντας βιαστικά προς το
πλακόστρωτο.
"Θεέ μου, βοήθησέ με να
βρω εκείνη τη γυναίκα," προσευχήθηκα σιωπηλά. Ούτε που καν
είχα να ενοχληθεί να κοιτάξω το πρόσωπο εκείνης της
γυναίκας, καθώς ήμουν πάρα πολύ απασχολημένη για να νοιαστώ
και απλώς "είχα περάσει στην άλλη πλευρά." Έψαξα μέσα στο
πλήθος, τη μία σειρά μετά την άλλη γεμάτη από λαμπερά,
χαμογελαστά πρόσωπα που τραγουδούσαν ύμνους καθώς έπαιζε η
μουσική. Για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα, άρχισα να
αισθάνομαι καλά.
Έπειτα είδα το
κουρελιασμένο σχέδιο στο φόρεμα. Καθόταν μόνη ακουμπώντας
στον τοίχο, με τα γλυκά της που δεν είχε φάει και τα
μαργαριτάρια στα πόδια της. Φαινόταν τόσο λυπημένη και
εγκαταλειμμένη. Πήγα βιαστικά κοντά της.
"Εδώ είσαι. Έψαξα παντού
για σένα. Σου έφερα ένα διαφορετικό δώρο." Κοίταξε επάνω
ξαφνιασμένη, κι έπειτα πήρε το κουτί σχεδόν απολογητικά και
το άνοιξε. Τα μάτια της φωτίστηκαν σαν ένα Χριστουγεννιάτικο
δέντρο καθώς λαμποκόπησε μ' ένα πλατύ χαμόγελο
ευχαρίστησης. "Ω, σας ευχαριστώ, δεσποινίς," είπε
κλαίγοντας. Έπρεπε να καταπιώ ακόμη έναν κόμπο στο λαιμό
μου, αλλά αυτή τη φορά δεν πείραζε.
"Έλα, άσε με να το
καρφιτσώσω επάνω σου," είπα, " και ας ξεφορτωθούμε εκείνα τα
μαργαριτάρια. Σίγουρα δε θέλουμε άλλα δάκρυα τα
Χριστούγεννα."
Όταν την άφησα, είχε
ενωθεί με τους άλλους, τραγουδώντας Χριστουγεννιάτικα
τραγούδια στο πλακόστρωτο, & εγώ αισθανόμουν σαν να είχε
φύγει ένα τεράστιο βάρος από τους ώμους μου. Υπήρχε ένα
μόνο ακόμη πράγμα που έπρεπε να κάνω πριν τελειώσει το
πάρτι, και αυτό ήταν να γυρίσω στο δωμάτιο Α-14. Έπρεπε να
βρω κάποιο τρόπο να ευχαριστήσω εκείνη την ασθενή, και δεν
ήμουν σίγουρη πώς να το κάνω. Όταν έσπρωξα την πόρτα
ανοίγοντάς την, η γυναίκα καθόταν στο κρεβάτι τρώγοντας κέικ
& χαμογέλασε καθώς έμπαινα. "Καλά Χριστούγεννα, Mamacita (μαμασίτα=αγαπημένη
μητερούλα)," είπα.
"Σ' ευχαριστώ που
ξανάρθες," είπε. "Ήθελα να σας ευχαριστήσω όλες εσάς τις
κοπέλες που ήρθατε σήμερα. Θα ήθελα να σου κάνω ένα δώρο,
αλλά δεν έχω τίποτα για να σου δώσω. Να σου τραγουδήσω ένα
τραγούδι;"
Δεν μπορούσα να
κρατήσω εκείνο το κόμπο στο λαιμό μου άλλο πια, κι έτσι
κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Κάθισα στο κρεβάτι καθώς
τραγουδούσε, με μία βραχνή φωνή, τρεις στροφές από το πιο
λυπητερό, το πιο μη Χριστουγεννιάτικο τραγούδι που άκουσα
ποτέ, όμως τα χαμογελαστά μάτια της ξεπερνούσαν τα λόγια του
τραγουδιού και στερέωναν το μήνυμά της μέσα στην καρδιά μου
- Άγια Νύχτα.
[ΣΤΗΝ
ΑΡΧΗ]
Όλες οι
εμπορικές ονομασίες
και τα εμπορικά σήματα ανήκουν στις
αντίστοιχους
εταιρείες τους.
Κάνετε εγγραφή για να σας στέλνουμε τις εκδόσεις μας με email